ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
αναγνώριση, δίνω: λέω ή κάνω κάτι για να δείξω σε κάποιο άλλο άτομο ότι το άκουσα και κατάλαβα το μήνυμά του.
υποχρεωμένος, -η, -ο: αυτός που περιορίζεται από έναν συγκεκριμένο κανόνα ή συμφωνία και πρέπει να κάνει αυτό που λέει.
καθημερινός, -ή, -ό: ανεπίσημος, χαλαρός ή αυτός που γίνεται χωρίς πολλή σκέψη ή προσπάθεια.
φλυαρώ: κουβεντιάζω γρήγορα και ανεπίσημα για ασήμαντα πράγματα.
συστατικό μέρος: ένα από τα μέρη ή τις ιδιότητες που ταιριάζουν με άλλα προκειμένου να αποτελέσουν ένα σύνολο.
ολοκληρώνω: τελειώνω ή φέρνω εις πέρας.
αγνοώ: δε δίνω καμία προσοχή σε κάτι.
έκφραση: μια όψη στο πρόσωπο κάποιου που δείχνει τι αισθάνεται ή τι σκέφτεται.
νόμος: ένας γενικός κανόνας που εξηγεί πώς λειτουργεί ή συμβαίνει κάτι.
γίνομαι άριστος: μαθαίνω πώς να κάνω κάτι καλά.
νεύμα του κεφαλιού: γρήγορο κούνημα του κεφαλιού προς τα κάτω και προς τα πάνω, συνήθως ως μια ένδειξη ότι κάποιος συμφωνεί, αναγνωρίζει ή αποδέχεται κάτι ή κάποιον.
φράση: μια ομάδα λέξεων που χρησιμοποιούνται μαζί.
καταγράφω: γράφω κάτι έτσι ώστε να μπορεί να διαβαστεί στο μέλλον.
ξαναρχίζω: αρχίζω ή συνεχίζω να κάνω κάτι και πάλι μετά από μια παύση ή διακοπή.
ρόλος: η λειτουργία ή ο σκοπός που έχει ένα άτομο για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δραστηριότητα.
πορεία: ένας τρόπος δράσης. Στην κυριολεξία, μια πορεία είναι η διαδρομή που διανύει κάποιος ή κάτι.
ικανοποίηση: ένα αίσθημα χαράς ή ευχαρίστησης για κάτι.
ικανοποιημένος, -η, -ο: χαρούμενος ή ευχαριστημένος για κάτι, επειδή τα πράγματα είναι όπως ήθελες.
ξαφνιάζομαι: είμαι πολύ έκπληκτος για κάτι.
εργαλείο: αυτό που χρησιμοποιείται για να βοηθήσει ένα άτομο να κάνει ή να επιτύχει κάτι.
μιλάω ακατάπαυστα: μιλάω επίμονα και χωρίς νόημα.