ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
εθισμένος, -η, -ο: αυτός που δεν είναι σε θέση να σταματήσει να παίρνει ναρκωτικά ή να πίνει αλκοόλ.
επηρεάζομαι: δέχομαι επιρροή κατά επιζήμιο τρόπο.
οδύνη: πολύ μεγάλος σωματικός ή ψυχικός πόνος.
αλκοόλ: ένα διαυγές υγρό με έντονη οσμή και γεύση, που μπορεί να κάνει κάποιον να χάσει τον έλεγχο της συμπεριφοράς, της κίνησης και της ομιλίας του. Αλκοόλ περιέχεται σε ποτά, όπως το κρασί, η μπίρα και το ουίσκι.
υδροξείδιο του αλουμινίου: μια λευκή σκόνη, η οποία εξουδετερώνει ή μειώνει την υπερβολική οξύτητα στο στομάχι.
αμινοξέα: βασικές οργανικές ενώσεις που συνδυάζονται για τη δημιουργία πρωτεϊνών. Το ανθρώπινο σώμα διασπά την τροφή σε αμινοξέα, τα οποία με τη σειρά τους σχηματίζουν νέες πρωτεΐνες. Μια πρωτεΐνη μπορεί να αποτελείται από μερικές μονάδες αμινοξέων ή ακόμα και από αρκετές εκατοντάδες που είναι ενωμένες μεταξύ τους. Τα αμινοξέα επίσης λειτουργούν ως πρώτη ύλη για την κατασκευή πολλών άλλων κυτταρικών προϊόντων, όπως οι ορμόνες.
αρσενικό: ένα δηλητήριο που προκαλεί εμετό, καθώς και κάψιμο στο στόμα και στον λαιμό, το οποίο μπορεί επίσης να επηρεάσει την καρδιά και άλλα ζωτικά όργανα. Αν ληφθεί σε αρκετά μεγάλη ποσότητα, μπορεί να σκοτώσει ανθρώπους ή ζώα.
ασκορβικό οξύ: μια βιταμίνη που βρίσκεται σε πολλά φρούτα και λαχανικά, ειδικά στα πορτοκάλια, στα λεμόνια και στα φυλλώδη πράσινα λαχανικά. Είναι σημαντική για το υγιές δέρμα, τα δόντια, το αίμα και τα κόκαλα. Ονομάζεται επίσης βιταμίνη C.
επίγνωση: η ικανότητα να παρατηρείς κάτι και να γνωρίζεις σχετικά με αυτό.
περίοδος διάλειψης: μια χρονική περίοδος όπου κάποιος έχει πλήρη έλλειψη επίγνωσης, μνήμης ή κατανόησης του τι συμβαίνει γύρω του, λες και έχει αδειάσει η διάνοιά του.
καφεΐνη: ένα χημικό διεγερτικό που υπάρχει στο τσάι, στον καφέ και στα αναψυκτικά.
ασβέστιο: ένα μεταλλικό στοιχείο που χρειάζεται το σώμα για υγιή δόντια και οστά. Υπάρχει στη φύση σε διάφορες τροφές, συμπεριλαμβανομένων των γαλακτοκομικών προϊόντων και των λαχανικών με σκούρα πράσινα φύλλα.
γλυκονικό ασβέστιο: μια μορφή ασβεστίου που χρησιμοποιείται για να αποτρέψει και να θεραπεύσει την ανεπάρκεια ασβεστίου και ως συμπλήρωμα μεταλλικών στοιχείων. Ο όρος γλυκονικό αναφέρεται σε μια ουσία που αποκτάται από τη γλυκόζη (ένα είδος ζάχαρης που υπάρχει στη φύση στα φρούτα, στο μέλι και στο αίμα).
χημικό στοιχείο: μια ουσία που δημιουργείται με την ανάμειξη άλλων ουσιών ή αλλάζοντας μια ουσία, έτσι ώστε να μετατραπεί σε κάτι άλλο.
μηλόξιδο: ξίδι που φτιάχνεται από μηλίτη (τον χυμό που βγαίνει από τα μήλα). Ξίδι είναι ένα υγρό με ξινή γεύση που χρησιμοποιείται για τη βελτίωση της γεύσης και τη συντήρηση τροφίμων.
κιτρικό οξύ: μια ουσία που υπάρχει σε πολλά είδη φρούτων, όπως τα πορτοκάλια και τα λεμόνια, η οποία χρησιμοποιείται και για την παρασκευή φαρμάκων.
κοκαΐνη: ένα ισχυρό ναρκωτικό που κάνει κάποιον να νιώθει ότι βρίσκεται σε μεγαλύτερη εγρήγορση και κάνει την καρδιά του να χτυπά πιο γρήγορα. Μπορεί να προκαλέσει αναπνευστικά προβλήματα, καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλική αιμορραγία. Κατασκευάζεται από τα φύλλα του φυτού της κόκας και πιο συχνά χρησιμοποιείται ως λευκή σκόνη, αλλά μπορεί επίσης να ληφθεί σε ενέσιμη μορφή ή μπορεί κάποιος να την καπνίσει.
συνειδητοποίηση: μια καινούρια κατανόηση σχετικά με κάτι.
παράγγελμα: μια ακριβής οδηγία που δίνεται σ’ ένα άτομο για να την ακολουθήσει ως μέρος ενός πρόσες.
συνθετικά φάρμακα: μια ουσία, όπως ένα φάρμακο, που δημιουργήθηκε από τον συνδυασμό διαφόρων πραγμάτων.
χημική ένωση: ένα σύνολο διαφόρων ουσιών που έχουν συνδυαστεί.
συμπέρασμα: η απόφαση ή η άποψη που σχηματίζει κάποιος με βάση τις πληροφορίες που έχει.
σπασμοί: ξαφνικές και βίαιες κινήσεις των μυών που κάνουν το σώμα να τραντάζεται με ανεξέλεγκτο τρόπο.
φθείρω: καταστρέφω κάτι σταδιακά.
ανεπάρκεια: έλλειψη συγκεκριμένων ουσιών που είναι απαραίτητες για ένα υγιές σώμα.
ψευδαισθήσεις: ιδέες, πεποιθήσεις ή αισθητήριες αντιλήψεις που είναι πολύ διαφορετικές από το πώς είναι τα πράγματα στην πραγματικότητα.
εξαρτημένος, -η, -ο: ανίκανος να ζήσει φυσιολογικά χωρίς κάτι.
αποτοξίνωση: (επίσης detox) η ενέργεια της απομάκρυνσης ενός δηλητηρίου ή του αποτελέσματος ενός δηλητηρίου από το σώμα κάποιου.
εθισμένος στα ναρκωτικά: κάποιος που δεν μπορεί να σταματήσει να παίρνει ναρκωτικά.
απεξαρτώμαι: περνάω μια περίοδο διακοπής της χρήσης αλκοόλ ή ναρκωτικών.
αποτελεσματικός, -ή, -ό: που έχει το επιδιωκόμενο ή το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
επιπτώσεις: τα αρνητικά αποτελέσματα που προκύπτουν εξαιτίας κάποιου πράγματος.
στοιχειακός, -ή, -ό: κάτι που συνίσταται από ένα και μόνο χημικό στοιχείο (μια κατηγορία ουσιών που δεν μπορούν να διαχωριστούν σε πιο απλές ουσίες με χημικά μέσα), το οποίο δεν έχει συνδυαστεί με άλλα στοιχεία.
εντεροδιαλυτός, -ή, -ό: που μπορεί να διαλυθεί στο έντερο (το τμήμα εκείνο του πεπτικού σωλήνα στο οποίο ολοκληρώνεται η πέψη και η απορρόφηση της τροφής).
έξαψη: κόκκινο χρώμα που εμφανίζεται στο δέρμα του προσώπου ή στο σώμα μερικές φορές όταν κάνει ζέστη, καθώς επίσης και η ίδια η αίσθηση ζέστης εσωτερικά στο σώμα.
χειρισμός: ένας τρόπος διευθέτησης κάποιου πράγματος ή κάποιας κατάστασης με επιτυχία ή με τον κατάλληλο τρόπο.
χέβινγκνες: η κατάσταση ή η ιδιότητα της ιδιοκτησίας, της κατοχής κάποιου πράγματος ή του να μπορείς να ελέγχεις ή να είσαι υπεύθυνος για αντικείμενα, ενέργειες ή χώρους.
ηρωίνη: ένα ισχυρό και εθιστικό ναρκωτικό που παράγεται από τη μορφίνη (ένα ναρκωτικό που χρησιμοποιείται στην ιατρική για την ανακούφιση του πόνου), το οποίο χορηγείται συνήθως με ένεση. Προκαλεί μειωμένη αίσθηση του πόνου, επιβράδυνση της αναπνοής και κατάθλιψη. Μια μεγάλη δόση αυτού του ναρκωτικού μπορεί να αποβεί μοιραία.
δείκτες: καταστάσεις ή αντιδράσεις κατά τη διάρκεια ενός πρόσες που δείχνουν εάν το πρόσες πάει καλά ή άσχημα. Για παράδειγμα, ένας καλός δείκτης θα ήταν να φαίνεται το άτομο πιο ευτυχισμένο.
παράλογος, -η, -ο: αυτός που δε σκέφτεται ή δεν ενεργεί με λογικό τρόπο.
IU: συντομογραφία των αγγλικών λέξεων International Unit (Διεθνής Μονάδα), μια μονάδα μέτρησης για ουσίες, όπως μια βιταμίνη.
αγκιστρώνομαι: κολλάω σ’ ένα σημείο ή σε μια θέση.
LSD: ένα ισχυρό ναρκωτικό που κάνει κάποιον να αισθάνεται ότι ο κόσμος γύρω του είναι διαφορετικός και αυτό αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον χώρο και τον χρόνο. Όταν κάποιος παίρνει πολύ LSD, βλέπει πράγματα που φαίνονται πραγματικά, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Μια μεγάλη ποσότητα LSD μπορεί να σκοτώσει κάποιον.
μαγνήσιο: ένα μεταλλικό στοιχείο που υπάρχει στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, στους ξηρούς καρπούς, στον αρακά, στα φασόλια κ.λπ. Το μαγνήσιο βοηθά στη σωστή λειτουργία των νεύρων και των μυών (ειδικά της καρδιάς), στην αξιοποίηση του λίπους και στον ύπνο.
λευκό μαγνήσιο: μια μορφή μαγνησίου που συναντάται στη γη και χρησιμοποιείται στην ιατρική εξαιτίας της ηρεμιστικής του επίδρασης στα νεύρα. Διαλύεται σε οξύ, αλλά όχι σε νερό ή σε αλκοόλ. Επίσης ονομάζεται ανθρακικό μαγνήσιο ή βασικό ανθρακικό μαγνήσιο.
ανθρακικό μαγνήσιο: μια μορφή μαγνησίου που συναντάται στη γη και χρησιμοποιείται στην ιατρική εξαιτίας της ηρεμιστικής του επίδρασης στα νεύρα. Διαλύεται σε οξύ, αλλά όχι σε νερό ή σε αλκοόλ.
βασικό ανθρακικό μαγνήσιο: μια μορφή μαγνησίου που συναντάται στη γη και χρησιμοποιείται στην ιατρική εξαιτίας της ηρεμιστικής του επίδρασης στα νεύρα. Διαλύεται σε οξύ, αλλά όχι σε νερό ή σε αλκοόλ. Επίσης ονομάζεται ανθρακικό μαγνήσιο ή λευκό μαγνήσιο.
μαριχουάνα: ένα ναρκωτικό που παράγεται από τα αποξηραμένα φύλλα και από τα άνθη του φυτού κάνναβη. Αυτό το ναρκωτικό κάνει κάποιον να έχει λιγότερο έλεγχο του σώματός του και αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται. Οι άνθρωποι καπνίζουν, μασούν ή τρώνε τη μαριχουάνα. Μπορεί να βλάψει τους πνεύμονες, τη μνήμη και τη διανοητική ικανότητα κάποιου.
συνταγογραφούμενο: αναφορά σε κάποια ουσία ή φάρμακο που χορηγείται σε κάποιον με ειδική ιατρική συνταγή ως αγωγή για κάποια σωματική ασθένεια ή τραυματισμό.
διανοητικές εικόνες: τρισδιάστατα έγχρωμα αντίγραφα όλων των αισθητήριων αντιλήψεων που είχε κάποιος κάποια στιγμή στο παρελθόν, συμπεριλαμβανομένων των ήχων και οσμών, καθώς και όλα τα συμπεράσματα και οι συλλογισμοί του ατόμου εκείνη τη στιγμή.
μιλιγκράμ: μονάδα μέτρησης της μάζας που ισοδυναμεί με ένα χιλιοστό του γραμμαρίου.
ml: μια μονάδα μέτρησης του όγκου που ισοδυναμεί με ένα χιλιοστό του λίτρου.
νιασιναμίδη: μια μορφή νιασίνης, που δεν προκαλεί έξαψη, μια βιταμίνη που υπάρχει σε τροφές όπως τα δημητριακά, τα αυγά, το συκώτι και τα λαχανικά. Η νιασιναμίδη δεν προκαλεί την έξαψη που σχετίζεται με την αφαίρεση της ακτινοβολίας από το σώμα και, επομένως, είναι άχρηστη στο Πρόγραμμα Αποκάθαρσης, αλλά βοηθάει στο να καταπραΰνει τις διανοητικές αντιδράσεις που βιώνει κάποιος κατά τη διακοπή της χρήσης ναρκωτικών.
νικοτινικό οξύ: μια βιταμίνη της οικογένειας του συμπλέγματος βιταμινών Β, που ονομάζεται επίσης νιασίνη.
διατροφή: η τροφή, τα μεταλλικά στοιχεία, οι βιταμίνες κ.λπ. που χρειάζεται ένα σώμα για να παραμείνει υγιές.
αντικειμενικά πρόσες: εκείνα τα πρόσες που εφαρμόζονται στο φυσικό σύμπαν, τα οποία στρέφουν την προσοχή του ατόμου προς τα έξω. Αντικειμενικό σημαίνει κάτι που σχετίζεται με πράγματα που μπορούν να παρατηρηθούν.
παρατήρηση: κάτι που παρατηρείς δίνοντας προσοχή σε αυτό που λέει ή κάνει κάποιος.
παυσίπονο: ένα φάρμακο ή ναρκωτικό που μειώνει τον πόνο.
παντοθενικό οξύ: η βιταμίνη Β5, που υπάρχει στα κρέατα, στον αστακό, στα πουλερικά, στα αυγά, στο συκώτι, στα φασόλια σόγιας, στις φακές, στο γιαούρτι, στα αβοκάντο, στα μανιτάρια, στις γλυκοπατάτες και στη μαγιά. Παίζει σημαντικό ρόλο στις χημικές αντιδράσεις που είναι απαραίτητες για την κυτταρική ανάπτυξη και βοηθά στην ανθεκτικότητα στις αλλεργίες και στις μολύνσεις.
παρασιτοκτόνα: χημικές ουσίες για την εξουδετέρωση των παρασίτων και ειδικά των εντόμων, των ζιζανίων κ.λπ.
δηλητήριο: κάτι που κάνει τους ανθρώπους ή τα ζώα να πεθάνουν ή να αρρωστήσουν, αν μπει στο σώμα τους.
προληπτικά μέτρα: ενέργειες που γίνονται εκ των προτέρων για να αποτραπεί κάτι επικίνδυνο, δυσάρεστο κ.λπ.
παρασκεύασμα: κάτι που προετοιμάστηκε ή δημιουργήθηκε για έναν συγκεκριμένο σκοπό, όπως ένας συνδυασμός βιταμινών, φαγητού, ποτού κ.λπ.
παρόντας χρόνος: το τώρα, ή τα πράγματα που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή.
συντηρητικά: χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για να εμποδίσουν την αλλοίωση των τροφίμων.
αρχές: βασικοί κανόνες ή ιδέες για το πώς πρέπει να γίνει κάτι, που καθορίζουν τη συμπεριφορά ή τη λήψη αποφάσεων.
πρόσες: μια σειρά από πράγματα που συμβαίνουν με φυσικό τρόπο και έχουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
πρόσεσινγκ: η εφαρμογή επακριβών πρόσες της Scientology ή της Dianetics σε κάποιον, για να τον βοηθήσεις να χειριστεί καλύτερα τη ζωή του, κάνοντας το άτομο ικανό να έχει μεγαλύτερο έλεγχο του εαυτού του, της διάνοιάς του και του περιβάλλοντός του. Ονομάζεται επίσης ώντιτινγκ.
πρόγραμμα: ένα σχέδιο δράσης με συγκεκριμένα βήματα για την επίτευξη κάποιου πράγματος.
αναλογία: μια ποσότητα από κάτι σε σύγκριση με την ποσότητα κάποιου άλλου πράγματος.
ψυχιατρικός, -ή, -ό: που έχει να κάνει με την ψυχιατρική, ένα σύστημα που αντιμετωπίζει τα σοβαρά διανοητικά προβλήματα με χορήγηση φαρμάκων/ναρκωτικών, με χειρουργική ή ακόμη και με ηλεκτροσόκ.
αντιδράσεις: οι τρόποι με τους οποίους ανταποκρίνεται το σώμα ή η διάνοια σε κάτι.
καταγραφή: ένα αντίγραφο κάποιου πράγματος που συνεχίζει να υπάρχει, ακόμη κι όταν το πρωτότυπο πράγμα χαθεί.
απεξάρτηση: η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της επαναφοράς κάποιου σε καλή κατάσταση και καλή υγεία, έχοντας την ικανότητα να εργαστεί κ.λπ.
κατάλοιπα: μικρές ποσότητες από κάτι που παραμένουν αφότου το υπόλοιπο αυτού του πράγματος έχει χρησιμοποιηθεί ή εξαλειφθεί.
διέγερση: το ξαναζωντάνεμα μιας διανοητικής εικόνας του παρελθόντος λόγω συνθηκών στο παρόν που είναι παρόμοιες με τις συνθήκες του παρελθόντος.
ραντάουν: ένα πρόγραμμα (μια σειρά από βήματα) που έχει σχεδιαστεί για να χειριστεί μια συγκεκριμένη πτυχή της ζωής ενός ατόμου.
σάουνα: ένα ζεστό δωμάτιο που είναι φτιαγμένο από ξύλο, μέσα στο οποίο κάθονται οι άνθρωποι για να ιδρώσουν.
ηρεμιστικό: ένα ναρκωτικό που κάνει κάποιον να αισθάνεται υπνηλία ή λιγότερο νευρικός, το οποίο μπορεί να μειώσει τον πόνο.
αισθήσεις: αυτό που νιώθει κανείς σε σωματικό επίπεδο ή τα συναισθήματά του.
ακολουθία: η σειρά με την οποία συμβαίνουν τα πράγματα.
υπνωτικό: ένα ναρκωτικό ή ένα φάρμακο που κάνει κάποιον να κοιμηθεί.
μυϊκή σύσπαση: μια ξαφνική και απρόσμενη κίνηση ενός μυός, που τον κάνει να σφίγγεται και να πονάει.
πνευματικά: που έχει να κάνει με το άτομο ως πνευματικό ον, όχι ως ένα σώμα, και με τον τρόπο που σκέφτεται, αισθάνεται και βιώνει τη ζωή ως πνευματικό ον.
διεγερτικό: κάθε φαγητό, ποτό ή άλλη ουσία που αυξάνει προσωρινά τη δραστηριότητα ενός ή περισσότερων οργάνων του σώματος.
περιβάλλον: οι άνθρωποι, τα πράγματα και τα μέρη που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση ή γύρω από κάποιον.
τεχνολογία: οι μέθοδοι εφαρμογής της γνώσης, και όχι η ίδια η γνώση. Στην Scientology, ο όρος τεχνολογία αναφέρεται στις ακριβείς μεθόδους και τα ακριβή πρόσες με τα οποία εφαρμόζονται οι βασικές αρχές τις Scientology, προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία της διάνοιας και να αποκατασταθούν οι δυνατότητες του πνεύματος.
τροχιά του χρόνου: η καταγραφή όλων όσων συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ζωής κάποιου.
τοξικός, -ή, -ό: δηλητηριώδης ή πολύ επιβλαβής για το σώμα.
ηρεμιστικό: φάρμακο που δίνεται για να ηρεμήσει κάποιος και να ελέγξει διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις.
θεραπεία: κάτι που γίνεται για να θεραπεύσει μια αρρώστια, να γιατρέψει μια νόσο κ.λπ.
αναίσθητος, -η, -ο: κάποιος ο οποίος βρίσκεται για κάποιο διάστημα σε μια κατάσταση κατά την οποία δεν έχει επίγνωση του τι συμβαίνει γύρω του.
βιταμίνη Α: μια βιταμίνη που βρίσκεται σε κάποια κίτρινα και σκούρα πράσινα λαχανικά, όπως επίσης και σε ζωικά προϊόντα, όπως ο κρόκος αυγών, το γάλα και τα έλαια από συκώτι ψαριού. Η βιταμίνη Α βοηθάει στην υγεία του εξωτερικού στρώματος των κυττάρων, του δέρματος και των οργάνων.
σύμπλεγμα βιταμινών Β: μια ομάδα βιταμινών που βρίσκονται σε τροφές όπως τα δημητριακά, οι ξηροί καρποί, τα αυγά και μερικά λαχανικά. Αυτές οι βιταμίνες είναι πολύ σημαντικές για την ανάπτυξη του σώματος, και την υγιή λειτουργία του αίματος και του εγκεφάλου.
βιταμίνη Β1: μια βιταμίνη που βρίσκεται στον αρακά, στα φασόλια, στον κρόκο των αυγών, στο συκώτι, στο εξωτερικό περίβλημα των σπόρων των δημητριακών κ.λπ. Βοηθά το σώμα να χρησιμοποιεί την ενέργεια που υπάρχει στην τροφή.
βιταμίνη Β6: μια βιταμίνη που βρίσκεται στους σπόρους ολικής αλέσεως, στα δημητριακά, στο συκώτι, στο ψωμί, στο σπανάκι, στα πράσινα φασόλια και στις μπανάνες. Παίζει σημαντικό ρόλο στην αξιοποίηση του λίπους στο σώμα και στη διάπλαση των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Η βιταμίνη Β6 βοηθά επίσης στη σωστή λειτουργία του νευρικού συστήματος.
βιταμίνη C: μια βιταμίνη που βρίσκεται σε πολλά φρούτα και λαχανικά, ειδικά στα πορτοκάλια, στα λεμόνια και στα φυλλώδη πράσινα λαχανικά. Είναι σημαντική για το υγιές δέρμα, τα δόντια, το αίμα και τα κόκαλα.
βιταμίνη D: μια βιταμίνη που υπάρχει σε φαγητά, όπως ο κρόκος των αυγών και το συκώτι, και παράγεται από το σώμα στο δέρμα, μέσω της έκθεσης στον ήλιο. Η βιταμίνη D επιτρέπει στο σώμα να απορροφήσει και να χρησιμοποιήσει το ασβέστιο, ένα μεταλλικό στοιχείο που είναι πολύ σημαντικό για την υγεία των κοκάλων και των δοντιών.
βιταμίνη Ε: μια βιταμίνη που βρίσκεται στα έλαια των λαχανικών, στο βούτυρο, στα αυγά, στα δημητριακά και στα φυλλώδη πράσινα λαχανικά. Η βιταμίνη Ε παίζει ζωτικό ρόλο στη διάπλαση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, των μυών και άλλων ιστών του σώματος και είναι σημαντική για τη γονιμότητα των ανθρώπων.
συμπτώματα στέρησης: δυσάρεστες σωματικές και διανοητικές αντιδράσεις που βιώνει κάποιος εθισμένος, όταν περνάει μια περίοδο διακοπής της χρήσης (μια περίοδο κατά την οποία σταματάει να παίρνει ναρκωτικά).
αποτελεσματικός, -ή, -ό: πρακτικός και ικανός να χρησιμοποιηθεί ώστε να υπάρχουν αποτελέσματα.
ανακτώ: αποκτώ εκ νέου κάτι το οποίο είχα χάσει.
«καθαρός, -ή, -ό»: κάποιος που δεν κάνει χρήση ουσιών, που έχει αποτοξινωθεί.
χαραμίζω: σπαταλάω άσκοπα κάτι, χωρίς να πετυχαίνω κάποιο επιθυμητό αποτέλεσμα.
απρόσμενα: αναπάντεχα, χωρίς να αναμένεται.
επακριβής, -ής, -ές: αυτός που είναι απολύτως ακριβής.
δυσφορία: η δυσάρεστη αίσθηση που προκαλεί σε κάποιον μια ενοχλητική κατάσταση.
επήρεια: η επίδραση που έχει κάτι πάνω σε κάτι άλλο.
καταπραΰνω: μειώνω την ένταση με την οποία εκδηλώνεται μια σωματική ή ψυχική αντίδραση.
ευεργετικός, -ή, -ό: που είναι ωφέλιμος για κάποιον ή κάτι.
παρασκευή: ετοιμασία ώστε να παραχθεί κάτι, κυρίως με το ανακάτεμα διαφόρων υλικών.
διάλυμα: μείγμα δύο ή περισσότερων ξεχωριστών ουσιών, που η σύστασή του είναι η ίδια σε οποιοδήποτε σημείο του.
διαυγής, -ής, -ές: αυτός που είναι διάφανος ή καθαρός και μπορείς να δεις μέσα από αυτόν.
συνοπτικά: που λέγεται ή περιγράφεται εν συντομία.
γεωργία: η συστηματική καλλιέργεια της γης με σκοπό την παραγωγή αγαθών.
συσσωρεύω: αυξάνω κάτι, προσθέτοντας συνεχώς νέα στοιχεία σε αυτά που ήδη υπάρχουν.
καθάριος, -ια, -ιο: αυτός που δεν έχει βρομιές ή κατάλοιπα επιβλαβών ουσιών, που είναι καθαρός.
εύστροφος, -η, -ο: αυτός που καταλαβαίνει, αντιδρά ή ενεργεί γρήγορα, που χαρακτηρίζεται από ταχύτητα σκέψης και αντίδρασης.