ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
περιουσιακά στοιχεία: πράγματα που μια εταιρεία ή επιχείρηση κατέχει, στα οποία συμπεριλαμβάνονται η ιδιοκτησία, τα αγαθά που μπορούν να πουληθούν, οι μηχανές κ.λπ.
μπίινγκνες: το αποτέλεσμα ανάληψης μιας ταυτότητας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο ρόλος σ’ ένα παιχνίδι, και ένα παράδειγμα μπίινγκνες θα μπορούσε να είναι το όνομα κάποιου. Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι το επάγγελμά του. Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι τα σωματικά χαρακτηριστικά του. Καθένα από αυτά ή όλα αυτά μαζί, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν την μπίινγκνες κάποιου. Την μπίινγκνες την παίρνει το ίδιο το άτομο ή του τη δίνουν ή την επιτυγχάνει. Για παράδειγμα, όταν παίζεται ένα παιχνίδι, ο κάθε παίκτης έχει τη δική του μπίινγκνες.
επικοινωνία: η ανταλλαγή ιδεών ανάμεσα στους ανθρώπους.
ντούινγκνες: η εκτέλεση μιας ενέργειας ή δραστηριότητας.
αποτελεσματικά: με τρόπο που παράγει το επιδιωκόμενο ή αναμενόμενο αποτέλεσμα.
μηχανοδηγός: κάποιος που οδηγεί μια σιδηροδρομική μηχανή, μια μεγάλη μηχανή που έλκει τρένα σε σιδηροδρομικές ράγες.
ηθικός: κάποιος που ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές της σωστής ηθικής συμπεριφοράς.
ηθικό: η διανοητική και συναισθηματική στάση ενός ατόμου ή μιας ομάδας και το πόσο ενθουσιασμό δείχνουν για τη δραστηριότητα στην οποία συμμετέχουν.
πόστο: μια θέση, εργασία ή καθήκον το οποίο έχει ανατεθεί σ’ ένα άτομο.
αναρτώ: αναθέτω ή διορίζω ανθρώπους σε θέσεις ή εργασίες, όπως σ’ ένα Οργανόγραμμα ή σε ασκήσεις.
αρτοποιός προετοιμασίας: κάποιος του οποίου η δουλειά είναι η προετοιμασία συστατικών, όπως το αλεύρι και η ζάχαρη, για έναν αρτοποιό που θα τα χρησιμοποιήσει για να φτιάξει ψωμί, κέικ, βουτήματα κ.λπ.
διοχετεύω: κατευθύνω ένα άτομο ή πράγμα κατά μήκος μιας συγκεκριμένης πορείας ή ενός διαύλου.
εξειδίκευση: η δεξιότητα που σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο είδος δουλειάς, εργασίας κ.λπ.
σύστημα: οργανωμένη μέθοδος ή διαδικασία για την εκτέλεση κάποιου πράγματος.
βιωσιμότητα: η ικανότητα ενός οργανισμού να υποστηρίξει τον εαυτό του και να συνεχίσει να υπάρχει, για παράδειγμα, να ανταλλάσσει προϊόντα για άλλα πράγματα που χρειάζεται.
πρακτικός, -ή, -ό: αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά.