ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

CIA:

Central Intelligence Agency (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών), μεγάλη κυβερνητική υπηρεσία των ΗΠΑ, η οποία συλλέγει πληροφορίες (κατασκοπεύει) σχετικά με άλλες κυβερνήσεις και συγκεκριμένες μη κυβερνητικές ομάδες, περιλαμβανομένων των τρομοκρατικών ομάδων και ομάδων οργανωμένου εγκλήματος. Επίσης επιχειρεί μυστικά να επηρεάσει τα γεγονότα σε άλλες χώρες.

KGB:

Komitet Gosudarstvennoj Bezopasnosti (Κρατική Επιτροπή Ασφαλείας), η μυστική αστυνομία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, υπηρεσία για την κατασκοπία και την εσωτερική ασφάλεια. Στην ευθύνη της περιλαμβάνονταν επιχειρήσεις συγκέντρωσης πληροφοριών, η προστασία των Σοβιετικών πολιτικών ηγετών και η φύλαξη των συνόρων (για να κρατούνται οι εισβολείς εκτός συνόρων και οι πολίτες εντός συνόρων).

αγωγή:

καλή ανατροφή, διαπαιδαγώγηση· σωστός τρόπος συμπεριφοράς.

άκαρπος:

(μεταφορικά) αυτός που δεν παράγει αποτέλεσμα.

αναγνωρίζω:

δίνω (σε κάποιον) μια αναγνώριση. Βλ. επίσης αναγνώριση.

αναγνώριση:

κάτι που είπε ή έκανε κάποιος για να ενημερώσει τον άλλον ότι οι ενέργειες ή οι δηλώσεις του έχουν παρατηρηθεί, κατανοηθεί και ληφθεί.

αναλογία:

συμμετρική σχέση ανάμεσα σε δύο ποσά ή πράγματα που συγκρίνονται, αντιστοιχία, αρμονική σχέση, ομοιότητα από ορισμένη άποψη ανάμεσα σε δύο πράγματα.

αντίκρουση:

απόκρουση, αντεπίθεση· ανασκευή, αναίρεση επιχειρημάτων.

γραμμή επικοινωνίας:

η διαδρομή κατά μήκος της οποίας μια επικοινωνία μεταδίδεται από ένα άτομο σε ένα άλλο.

διανθισμένος:

λόγος στολισμένος, εμπλουτισμένος με εντυπωσιακές εκφράσεις, ρητορικά σχήματα, γνωμικά κ.λπ.

Διεθνής Τράπεζα:

υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών η οποία δανείζει χρήματα στα έθνη-μέλη και σε ιδιωτικές εταιρείες, κυρίως για αναπτυξιακά έργα, όπως άρδευση, εκπαίδευση στέγαση κ.λπ. Ονομάζεται επίσης Παγκόσμια Τράπεζα.

εκμαιεύω:

με πλάγιο τρόπο αποσπώ ομολογία ή συγκατάθεση.

εκτεθειμένος:

αυτός που έχει περιέλθει ή έχει αφεθεί σε τέτοια θέση ώστε να κινδυνεύσει.

επίπεδο αποδοχής:

αυτό το οποίο είναι αποδεκτό, που το άτομο επιθυμεί ή αυτό που το άτομο είναι πρόθυμο να δεχτεί.

εταιρική μερίδα:

ένα από τα ίσα, συνήθως μικρά, μέρη στα οποία έχουν χωριστεί οι μετοχές μιας εταιρίας. Μετοχή σημαίνει ιδιοκτησία σε μια επιχείρηση ή εταιρεία, η οποία δίνει το δικαίωμα στον αγοραστή να έχει μέρος στην κυριότητα της εταιρείας και η οποία αντιστοιχεί σε ένα χρηματικό ποσό το οποίο πηγαίνει στους μετόχους, σε δικαίωμα ψήφου κ.λπ.

ευπρέπεια:

ωραία, σοβαρή και καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση· ψυχική ομορφιά, ευγένεια και σεμνότητα ήθους· ευγενική, πολιτισμένη συμπεριφορά, κοσμιότητα.

ζυγός:

ξύλινο πλαίσιο στο οποίο, παλαιότερα, δένονταν οι παραβάτες από τα χέρια και τα πόδια τους ή από το κεφάλι και τα χέρια τους και τους περιέφεραν δημόσια προς διαπόμπευση (ατιμωτική περιφορά ατόμου για χλευασμό).

ήρωες με τα μπλε:

αναφορά στην αστυνομία, λόγω της μπλε στολής που φορούν πολλές αστυνομικές δυνάμεις.

ιδιοτελής:

αυτός που αποβλέπει στο δικό του συμφέρον, σε προσωπικά οφέλη, ο συμφεροντολόγος. Το ιδιοτελές κίνητρο είναι ένα κρυφό, υστερόβουλο κίνητρο, συνήθως εγωιστικό και ανέντιμο.

καλυμμένος:

αυτός που δεν είναι φανερός, που είναι κρυφός.

καυστικός:

αυτός που αναφέρεται με δηκτικότητα σε πρόσωπα και καταστάσεις, τσουχτερός, ειρωνικός, δριμύς.

Κοινοβούλιο:

νομοθετικό σώμα διαφόρων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Αγγλίας, το οποίο απαρτίζεται από εκλεγμένους και σπανίως από μη εκλεγμένους αντιπροσώπους.

κοινωνικές συναναστροφές:

επικοινωνία ή ανταλλαγές μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων, ειδικά συζητήσεις ή κοινωνικές δραστηριότητες.

Κολοσσαίο:

μεγάλο κτίσμα, χωρίς οροφή που βρίσκεται στη Ρώμη το οποίο έχει ένα κεντρικό ανοιχτό χώρο και είναι περιτριγυρισμένο από διαζώματα και καθίσματα. Χτίστηκε στο πρώτο μισό του πρώτου αιώνα μ. Χ. και χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους για δημόσιες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, για παράδειγμα, αγώνες μεταξύ μονομάχων και πάλη μεταξύ ανθρώπων και θηρίων.

κουμπί:

στις δημοσκοπήσεις πρόκειται για το αντικείμενο, τη φράση ή την έννοια που είναι πραγματική για την πλειονότητα των ατόμων μιας ομάδας και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξασφαλιστεί μια απάντηση και συμφωνία. Ο όρος προέρχεται από την έκφραση των αρχών του 1900, «πατήστε το κουμπί» που σημαίνει μεταφορικά, «να εκτελείς μια ενέργεια που αυτομάτως επιφέρει τη ζητούμενη κατάσταση των πραγμάτων».

κυριαρχία:

ικανότητα ή δύναμη να ελέγχει κάποιος κάτι.

λακές:

υπηρέτης που βρίσκεται χαμηλά στην ιεραρχία.

λεπτότητα:

ευγένεια στους τρόπους, αβρότητα, ανωτερότητα, διακριτικότητα.

Μίκι Μάους:

αυτό που έχει τα χαρακτηριστικά ή μοιάζει με το ποντικάκι-πρωταγωνιστή των κινουμένων σχεδίων που σχεδιάστηκε από τον Γουόλτ Ντίσνεϊ (1901-1966). Εδώ σημαίνει κάτι που απευθύνεται σε παιδιά, κάτι με σχετικά μικρή αξία και σημασία.

Μπίνος:

επινοημένο όνομα.

Ντίλινγκερ:

Τζον Ντίλινγκερ (1902-1934), Αμερικανός διαβόητος ληστής τραπεζών, δολοφόνος και δυο φορές δραπέτης, το 1933 ανακηρύχθηκε «υπ’ αριθμόν ένα δημόσιος κίνδυνος» για τη συμμετοχή του σε αναρίθμητες ληστείες τραπεζών και δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένης και αυτής ενός αστυνομικού, από τον ίδιο και τα μέλη της συμμορίας του.

προϋποθέτω:

υποθέτω εκ των προτέρων κάτι, θεωρώ κάτι ως δεδομένο.

Σαηεντολογία:

Σαηεντολογία είναι η εφαρμοσμένη θρησκεία που ασχολείται με τη μελέτη της γνώσης, η οποία μέσω της εφαρμογής της τεχνολογίας της μπορεί να επιφέρει επιθυμητές αλλαγές στις καταστάσεις της ζωής. Αναπτύχθηκε επί ένα τρίτο του αιώνα από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ. Ο όρος Σαηεντολογία προέρχεται από τη λατινική λέξη scio (που σημαίνει «γνωρίζω», με την πληρέστερη έννοια της λέξης) και την ελληνική λέξη λόγος (μελέτη κάποιου θέματος). Η Σαηεντολογία ορίζεται περαιτέρω ως «η μελέτη του πνεύματος και η ενασχόληση μ’ αυτό σε σχέση με το ίδιο, τα σύμπαντα και την υπόλοιπη ζωή.

σαματάς:

θορυβώδης διαμάχη, διαφωνία ή ενόχληση.

Σαραβαλάκι 8:

ένα επινοημένο όνομα για αυτοκίνητο.

Σκοτσέζος ως το κόκαλο:

εξαιρετικά προσεκτικός ώστε να μην ξοδεύει χρήματα άσκοπα. Το Σκοτσέζος, όπως χρησιμοποιείται εδώ σημαίνει λιτός και οικονομικός και αναφέρεται σε χαρακτηριστικά που προσδίδονται στους Σκοτσέζους ως το κόκαλο: σημαίνει ολοκληρωτικά, όσο το δυνατό περισσότερο.

Στάλιν:

Ιωσήφ Στάλιν (1879-1953), πρωθυπουργός της Σοβιετικής Ένωσης από το 1941 έως το 1953, ο οποίος κυβέρνησε βασιζόμενος στον τρόμο, μη επιτρέποντας σε κανέναν να προβάλλει αντίρρηση στις αποφάσεις του και κάτω από τη διακυβέρνηση του οποίου εκατομμύρια άνθρωποι εκτελέστηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας.

συκοφαντία:

μια ψευδής και εσκεμμένα επιζήμια δήλωση η οποία βλάπτει τη φήμη κάποιου.

συκοφαντική δυσφήμιση:

η πράξη της δημοσίευσης ψευδών και κακόβουλων δηλώσεων σχετικά με κάποιο πρόσωπο.

ταξινομώ:

θέτω κατά προδιαγεγραμμένη τάξη, σύμφωνα με ορισμένο σύστημα, κατατάσσω σε ορισμένη σειρά.

τελειοποίηση:

1. η διαδικασία της βελτίωσης κάποιου πράγματος, κάνοντάς το πιο αποτελεσματικό με την αφαίρεση των ατελειών και την πρόσθεση καλύτερων στοιχείων. 2.(και φινέτσα) κομψότητα αισθήματος, γεύσης, τρόπων, γλώσσας κ.λπ.

τελετουργικό:

σύνολο καθιερωμένων ενεργειών και μερικές φορές λέξεις που επαναλαμβάνονται συχνά, ειδικά ως μέρος θρησκευτικής τελετής ή κοινωνικών εθίμων.

τεχνολογία:

οι μέθοδοι εφαρμογής μιας τέχνης ή μιας επιστήμης, σε αντιδιαστολή με την απλή γνώση αυτής της επιστήμης ή τέχνης. Στη Σαηεντολογία, ο όρος τεχνολογία αναφέρεται στις μεθόδους εφαρμογής των αρχών της Σαηεντολογίας για την βελτίωση των λειτουργιών της διάνοιας και την αποκατάσταση των δυνατοτήτων του πνεύματος, όπως αυτές αναπτύχθηκαν από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ.

τύποι:

οι τυπικοί κανόνες για ευγενική συμπεριφορά που ισχύουν στην κοινωνία ή σε μια συγκεκριμένη ομάδα.

Χίτλερ:

Αδόλφος Χίτλερ (1889-1945), Γερμανός πολιτικός ηγέτης του εικοστού αιώνα που οραματίστηκε τη δημιουργία μιας ανώτερης φυλής που θα κυβερνούσε για χίλια χρόνια ως η Τρίτη Γερμανική Αυτοκρατορία. Αφού ανέλαβε διά της βίας την εξουσία στη Γερμανία το 1933, ως δικτάτορας, ξεκίνησε τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1939-45) θέτοντας ένα μεγάλο τμήμα της Ευρώπης υπό την κυριαρχία του και σκοτώνοντας εκατομμύρια Εβραίους και ανθρώπους άλλων εθνοτήτων, τους οποίους θεωρούσε κατώτερους. Αυτοκτόνησε το 1945, όταν πλησίαζε η ήττα της Γερμανίας.